- σοβινιστικός
- -ή, -ό, Νβλ. σωβινιστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σοβινιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο σοβινισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωβινιστικός — και σοβινιστικός, ή, ό, Ν [σωβινιστής] ο σχετικός με τον σωβινιστή ή με τον σωβινισμό … Dictionary of Greek